
Το βουλγαρικό έθνος κατά τον 19ο αιώνα εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο μετά από αιώνες. Αυτό είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα τη σύγκρουσή του με τους Έλληνες, σε περιοχές όπου οι δύο λαοί συμβίωναν ειρηνικά.
Μία από αυτές ήταν η Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), όπου το 1885 και το 1906 με βίαιες εξάρσεις του βουλγαρικού εθνικισμού και ταυτόχρονα, την εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων που υιοθετήθηκαν τα επόμενα χρόνια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη χιτλερική Γερμανία εκδιώχθηκαν βίαια οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι εκεί από την αρχαιότητα.
Οι σχέσεις της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της τον 19ο και τον 20ο αιώνα πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις, ιδιαίτερα λόγω της εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών και την εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κατάρρευση της οποίας όξυνε επικίνδυνα το Ανατολικό Ζήτημα (αν δηλαδή θα γινόταν διάσπασή της ή αν θα παρέμενε ακέραια).
Στο πρόβλημα αυτό ενεπλάκησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, ιδιαίτερα η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, η οποία «ανακάλυψε» βουλγαρικό έθνος κατά τον 19ο αιώνα. Κάτι ανάλογο έγινε και τον 20ο αιώνα με τη δημιουργία «μακεδονικής» συνείδησης στις εθνικά αδιαμόρφωτες σλαβικές μάζες της περιοχής των Σκοπίων.
Η προσπάθεια για τη δημιουργία βουλγαρικού κράτους τον 19ο αιώνα οδήγησε σε ευρύτερη αστάθεια στα Βαλκάνια, ενώ είχε ολέθριες συνέπειες για τον ελληνισμό καθώς εκριζώθηκε πλήρως από τη Βόρεια Θράκη, τη σημερινή νότια Βουλγαρία.
Η δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης

Η κατάκτηση των βουλγαρικών περιοχών από τους Οθωμανούς είχε σαν αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση του βουλγαρικού έθνους.
Αντίθετα με τους Έλληνες που επαναστάτησαν πολλές φορές, οι Βούλγαροι δέχτηκαν παθητικότερα την οθωμανική κυριαρχία.
Αυτό οφείλεται στην εγκατάσταση πολλών Τούρκων εποίκων σε βουλγαρικές περιοχές, αλλά κυρίως στην κατάργηση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1394.
Αυτό είχε μεν σημαντικά οφέλη για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως οι Βούλγαροι στερήθηκαν τη φυσική πνευματική τους ηγεσία και δεν μπόρεσαν να συντηρήσουν τις εθνικές τους παραδόσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι στα βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία από τη μεσαιωνική βουλγαρική ιστορία.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, το βουλγαρικό έθνος ήταν άγνωστο στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία. Οι Βούλγαροι συγχέονταν με τους Έλληνες, τους Σέρβους ή τους Βλάχους.
Τον 18ο αιώνα άρχισαν οι προσπάθειες για εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων. Πρώτος ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος εξέδωσε το 1762 γι’ αυτόν τον σκοπό, ένα βιβλίο στη βουλγαρική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες, χωρίς όμως να πετύχει κάτι το ιδιαίτερο.
Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων πραγματοποιήθηκε τον 19ο αιώνα με τη συμβολή της Ρωσίας. Στους ρωσοτουρκικούς πολέμους του 1806-1812 και 1828-1829 πολέμησαν στο πλευρό του ρωσικού στρατού και κάποιοι Βούλγαροι της διασποράς.
Κατεβαίνοντας προς τα Βαλκάνια, οι Ρώσοι ανακάλυψαν έναν «άγνωστο» ως τότε λαό που μιλούσε μια γλώσσα συγγενική με τα ρωσικά.
Οι ενδείξεις πίστης των Βουλγάρων προς τη Ρωσία, αλλά ιδιαίτερα η γεωγραφική θέση της Βουλγαρίας, λόγω της εγγύτητάς της με την Κωνσταντινούπολη, «προαιώνιο ρωσικό στόχο που άνοιγε τις πύλες των θερμών θαλασσών στη ρωσική ναυσιπλοΐα», σύμφωνα με τον Νικόλαο Γ. Νικολούδη είχαν σαν αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να γίνουν στενότεροι σύμμαχοι των Ρώσων, απ’ ό,τι οι Σέρβοι και οι Έλληνες.
Η Ρωσία χρηματοδότησε την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων, ενώ μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και την εξαγγελία του δόγματος του πανσλαβισμού, που πρέσβευε τη χειραφέτηση όλων των Σλάβων υπό την προστασία της Ρωσίας, οι προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων εντάθηκαν.
Με ρωσική υποκίνηση επιδιώχθηκε ο διαχωρισμός της Βουλγαρικής Εκκλησίας απ’ το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε τελικά το 1870 με σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής (Εξαρχικής) Εκκλησίας σε δεκατρείς επαρχίες της Βουλγαρίας.
Ο Γεώργιος Α. Μέγας, στο βιβλίο του «Ανατολική Ρουμελία», (Αθήνα 1945) γράφει ότι από το σουλτανικό φιρμάνι που αναγνώριζε την ίδρυση της Εξαρχίας εξαιρούνταν πέντε Μητροπόλεις (Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας και Σωζοπόλεως), στις οποίες επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε και το 1872 συγκάλεσε Μεγάλη Σύνοδο η οποία με απόφασή της καταδίκασε τη νέα αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία και τους αρχηγούς της ως σχισματικούς.
Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε, καθώς η Εξαρχική Εκκλησία ασκούσε πολιτιστική και εθνική επιρροή, κυρίως στη Μακεδονία. Έτσι, ενίσχυσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την εκπαίδευση και τους διάφορους ελληνικούς συλλόγους της Μακεδονίας και της Θράκης.
Η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους
Σύντομα έγινε εφικτή η ίδρυση βουλγαρικού κράτους, χάρη και πάλι στη ρωσική υποστήριξη. Το έναυσμα έδωσαν οι δύο διαδοχικές βουλγαρικές επαναστάσεις (Σεπτέμβριος 1875 και Μάιος 1876), τις οποίες οι Οθωμανοί κατέστειλαν εύκολα, όμως, ειδικά στη δεύτερη οι θηριωδίες τους συγκλονίζουν: 200 χωριά λεηλατήθηκαν, 80 πυρπολήθηκαν και 30.000 άτομα σφαγιάστηκαν. Στο χωριό Μπατάκ, ένα από τα κέντρα της εξέγερσης δολοφονήθηκαν οι 5.000 από τους 7.000 κατοίκους του.
Ο Κων/νος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Τουρκικές θηριωδίες διαπράττονταν ολόκληρο το καλοκαίρι του 1876 στις βορειότερες της Φιλιππούπολης βουλγαρικές περιοχές, όπου καίγονταν ολόκληρα χωριά, επιβάλλονταν υποχρεωτικές εισφορές στους ντόπιους κατοίκους, λεηλατούνταν οι περιουσίες τους, επακολουθούσαν σφαγές για την παράδοση των κρυμμένων όπλων και εκτυλίσσονταν καθημερινά απερίγραπτες σκηνές».

Οι τουρκικές βαρβαρότητες προκάλεσαν αντιδράσεις, οι οποίες κατέληξαν στον ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, τη συντριβή των Τούρκων και την προέλαση των Ρώσων ως τον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κων/πόλης, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης του 1878.
Με αυτή δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βουλγαρία με έκταση 160.000 τ.χλμ., η οποία κάλυπτε ολόκληρη τη Μακεδονία (πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής) και τη Θράκη. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αντέδρασαν (ιδιαίτερα η Μ. Βρετανία και η Αυστροουγγαρία), με αποτέλεσμα στο Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878 – 13 Ιουλίου 1878) να επαναχαραχθούν τα σύνορα στα Βαλκάνια.
Στη θέση της «Μεγάλης Βουλγαρίας» ιδρύθηκαν δύο ηγεμονίες υποτελείς στον σουλτάνο: η Βουλγαρία, με πρωτεύουσα τη Σόφια και η Ανατολική Ρωμυλία, με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη.
Το 1881, η βουλγαρική ηγεμονία που βρισκόταν ανάμεσα στον Αίμο και τον Δούναβη, είχε έκταση 24.360 τετραγωνικών μιλίων και πληθυσμό 1.998.982, η Ελλάδα, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου έκταση 25.041 τ.μ. και πληθυσμό 1.235.713 και η Σερβία έκταση 20.850 τ.μ. και πληθυσμό 1.734.316.
Η Ανατολική Ρωμυλία (ορθότερος είναι ο όρος Ρουμελίας, χώρας των Ρουμ, Χριστιανών, λόγω της πλειοψηφίας των κατοίκων που ήταν Χριστιανοί) δημιουργήθηκε πάνω σε λάθος βάσεις. Είχε έκταση 35.000 τ. χιλιόμετρα (όχι μίλια, προσοχή!) και 750.000 κατοίκους. Βούλγαρους, Έλληνες και Τούρκους.
Ο Διοικητής της προβλεπόταν να είναι Χριστιανός, ενώ στο Σύνταγμά της (Οργανικός Νομός με 495 άρθρα και παραρτήματα) που είχε συνταχθεί από Ευρωπαίους νομομαθείς και εγκρίθηκε στις 20 Μαΐου 1880 προβλεπόταν ισονομία των κατοίκων ανεξαρτήτως θρησκεύματος, ισότιμη εκπροσώπησή τους στη διοίκηση του κράτους, ισοτιμία των τριών γλωσσών, ελευθερία εκπαίδευσης, σεβασμός της ατομικής κυριαρχίας κ.ά.
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας στην Επιτροπή των νομομαθών είπε, μεταξύ άλλων: «Επιμένω να δοθούν τα ίδια δικαιώματα εις την ελληνικήν γλώσσαν… οι εδώ Έλληνες κατέχουν πολύ ανώτερον και μεγαλύτερον πνευματικόν πολιτισμόν από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους… Είναι γεγονός ότι οι Έλληνες ου μόνον είναι φορείς του πολιτισμού, αλλά και κατάλληλοι να μεταδώσουν τον πολιτισμόν εις άλλας εθνότητας…».
Όμως για τους Βουλγάρους η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχε προκύψει από αυθαίρετη αποκοπή ενός τμήματος της Θράκης ήταν μια προσωρινή υποχώρηση από το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Θεωρούσαν ότι η περιοχή πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος στις επαναστάσεις του 1875-1876, ενώ σ’ αυτήν υπήρχε και σχετική πλειοψηφία βουλγαρικού πληθυσμού.
Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας
Η Ανατολική Ρωμυλία (Roumelie Orientale κατά το Συνέδριο του Βερολίνου), έφερε σύμφωνα με μολυβδόβουλα του 8ου αιώνα το όνομα Ρωμανία.
Οι Βούλγαροι ονόμαζαν τη βόρεια θρακική πεδιάδα Romania και τους κατοίκους της Romantsi. Ο πληθυσμός της ήταν 750.000. Ο Παύλος Καρολίδης υπολόγιζε τους Έλληνες σε 250.000.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολόγιζε τον συνολικό πληθυσμό της Ανατολικής Ρωμυλίας σε 545.000. Από αυτούς, 234.000 ήταν Βούλγαροι, 175.000 Τούρκοι, 78.000 Έλληνες και 58.000 άλλων εθνοτήτων.

Το ελληνικό στοιχείο είχε αρχίσει να μειώνεται στην Ανατολική Ρωμυλία κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κατάκτησης. Από τις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από κάλεσμα των Τούρκων εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες από τις νοτιότερες ελληνικές περιοχές.
Οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης δεν έμειναν απαθείς απέναντι στον τουρκικό ζυγό, όπως αποδεικνύει η ύπαρξη τοπικών νεομαρτύρων και κλέφτικων τραγουδιών. Τα ελληνικά σχολεία στη Βόρεια Θράκη άρχισαν να επεκτείνονται μετά το 1595. Πολλοί Έλληνες της περιοχής εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, τέταρτο μέλος της οποίας, μετά τους τρεις ιδρυτές της ήταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη.
Νέοι από την Ανατολική Ρωμυλία πολέμησαν στις τάξεις του Ιερού Λόχου, ενώ τον Απρίλιο του 1821 οι Έλληνες της Σωζόπολης ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Το κίνημα όμως υπέστη συντριβή και ο Μητροπολίτης με τους πρόκριτους της περιοχής απαγχονίστηκαν.
Οι Βούλγαροι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα ήταν ελάχιστοι στην Ανατολική Ρωμυλία, σύμφωνα με μαρτυρίες ξένων περιηγητών. Ο περίφημος Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος που επισκέφθηκε τη Φιλιππούπολη το 1832 δεν αναφέρει ότι ζούσαν Βούλγαροι σ’ αυτή, παρά μόνο Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι.
Ο Βούλγαρος δάσκαλος Ιωακείμ Γκρούεφ παραδεχόταν ότι με εξαίρεση 12 οικογένειες τις οποίες μάλιστα αναφέρει ονομαστικά (!), όλοι στη Φιλιππούπολη μιλούσαν ελληνικά (Μ. Αποστολίδου, «Οι επί Τουρκοκρατίας εν Φιλιππουπόλει Βούλγαροι», Αρχείο Θρακικού θησαυρού, Τόμος 10).

Ο Γάλλος Albert Dumont, που περιηγήθηκε τη Βόρεια Θράκη το 1868 αναφέρει: «… ο Έλλην κατέχει εδώ εξέχουσα θέση. Οι Έλληνες έδωσαν στους Βούλγαρους την λίγη μόρφωση που απέκτησαν μέχρι σήμερα».
Εκτός από τις πέντε ελληνικές Μητροπόλεις που υπήρχαν στην Ανατολική Ρωμυλία, λειτουργούσαν 113 κεντρικοί ναοί, 100 παρεκκλήσια, 10 μοναστήρια και 66 ελληνικά σχολεία με 7.943 μαθητές. Ο Dumont, εκτός από τη Φιλιππούπολη επισκέφθηκε και τον Στενήμαχο.
Γράφει σχετικά: «Το Στενήμαχο σε απόσταση μιας ημέρας από τη Φιλιππούπολη (Felibe) αριθμεί 15.000 ψυχές, κατοικείται αποκλειστικά από Έλληνες. Ούτε Τούρκοι, ούτε Βούλγαροι ημπόρεσαν να εγκατασταθούν σ’ αυτόν».
Ο Βούλγαρος καθηγητής Ischiirkoff παραδέχεται ότι οι Βούλγαροι, μόνο όταν οι Τούρκοι λόγω των πολέμων αραίωσαν, κατέβηκαν στις πεδιάδες και σχημάτισαν τα πρώτα βουλγαρικά χωριά στην Ανατολική Ρωμυλία. Αυτό έγινε μετά το 1829. https://thracenews.gr/1885-i-archi-tis-katastrofis-tou-ellinismou-tis-voreias-thrakis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου