
Εδώ, κοντά στα σύνορα, έχει κανείς τη βεβαιότητα ότι η σύνθεση του Μάντζαρου και οι στίχοι του Σολωμού ηχούν αλλιώτικα στις καρδιές των ανθρώπων. Και αν με τα γεγονότα του 2020 στον Εβρο οι κάτοικοι της απομακρυσμένης αυτής περιοχής αισθάνθηκαν τη θέρμη της υποστήριξης των Ελλήνων, η τεράστια πυρκαγιά του 2023 ξαναμάτωσε στους ακρίτες τη χρόνια πληγή της εγκατάλειψης.

Καλή η αλληλοβοήθεια, αλλά η στήριξη που περίμεναν δικαιολογημένα οι πληγέντες από το κράτος είτε δεν έχει έρθει ακόμη είτε δεν αρκεί. Είχα επισκεφθεί τον βραβευμένο ελαιώνα Μιχελή της οικογένειας Αδαμίδη πίσω από το Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης το 2020, αλλά και τις πρώτες ώρες αφότου κάηκαν τα 3.000 λιόδεντρά του. Πολλά εξ αυτών έχουν ήδη πετάξει πρασινάδες, αλλά η ανάρρωσή τους θα πάρει πολύ καιρό. «Τα δένδρα είναι πολύ πιο σοφά από εμάς που έχουμε ξεκόψει από τη φύση. Είναι σαν να σου λένε “άσε με να ξεκουραστώ γιατί πέρασα μεγάλη δοκιμασία. Θέλω τον χρόνο μου να συνέλθω”. Και εγώ θα τα ακούσω. Σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς που πάνε και ακρωτηριάζουν τα καμένα κλαδιά για να επισπεύσουν τη διαδικασία, εγώ θα τα κλαδεύω ένα ένα προσεκτικά και υπομονετικά, με σεβασμό για το καθένα από αυτά», είναι οι πρώτες κουβέντες του τριαντάρη γεωπόνου που (τι ειρωνεία…) πέρυσι κέρδιζε την πρώτη θέση στις γευστικές δοκιμές του «Γαστρονόμου», ενώ η φωτιά είχε ήδη περάσει ανελέητη από τα 100 στρέμματά του. Περπατούσαμε παρέα ανάμεσα στους καμένους κορμούς: «Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω αυτή την εικόνα. Παλιά, η μόνη περίοδος που αντί για πράσινο έβλεπες μαύρο τον ελαιώνα ήταν όταν έρχονταν τα μαυρόπουλα σε σμήνη, που μετά το πέρας της συγκομιδής τρώνε τους καρπούς που έχουν απομείνει».
Παρά το τεράστιο πλήγμα, ο Δημήτρης και ο αδελφός του Βασίλης Αδαμίδης, με τον οποίο συνεργάζεται –τέταρτης γενιάς καλλιεργητές–, δεν το έχουν βάλει κάτω. Κάνουν αισιόδοξα σχέδια με τη στάχτη ακόμη στα χέρια: «Μέχρι τώρα μας ενδιέφερε να ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο μόνο μέσα από το τελικό προϊόν. Μετά την πυρκαγιά αρχίσαμε να σκεπτόμαστε ότι αυτό το μέρος μπορεί να έχει μια εκπαιδευτική αξία για τα σχολεία και τη νέα γενιά. Ενώ περιμένουμε τα δέντρα να αναρρώσουν, λέμε να φτιάξουμε στον ελαιώνα μας κάτι σαν “φροντιστήριο” για την κλιματική αλλαγή. Τόσο στο επίπεδο της γευσιγνωσίας ελαιολάδου –στην Ιταλία, λ.χ., υπάρχει ακόμη και μαθητικός διαγωνισμός σε αυτόν τον τομέα, ώστε τα παιδιά από πολύ νωρίς να αναπτύσσουν την αίσθηση του ποιοτικού ελαιολάδου– όσο και του βιώματος της φωτιάς. Θα είναι ωραίο για τους μαθητές που έρχονται να κάνουν εδώ φυτεύσεις, να βλέπουν την κομποστοποίηση, την κυκλική γεωργία, αλλά και να μαθαίνουν την ιστορία του ελαιώνα και βέβαια την ιστορία της θρακιώτικης ποικιλίας της ελιάς Μάκρης. Θα σταθούμε ξανά όρθιοι διότι είμαστε φρουροί στα δένδρα που φύτεψαν ο προπάππους και ο παππούς μας, θα φτιάξουμε ένα «σχολείο γεύσης και ιστορίας» για τους αυριανούς συμπολίτες μας».
Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από τη Μάκρη είναι ο Αβαντας, το πρώτο κοντινό χωριό στην πόλη με 400 κατοίκους. Είχε ένα μοναδικό τοπίο που καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ οι ίδιοι οι ντόπιοι κατάφεραν να γλιτώσουν τα σπίτια τους. «Εμένα η ψυχή μου είναι μαύρη όπως εκείνη την ημέρα. Eβλεπα για καιρό εφιάλτες.
«Πριν από τη φωτιά είχαμε ανοίξει μονοπάτια, είχαμε φωτίσει μνημεία, κάναμε αγώνα βουνού με 28 χιλιόμετρα, όλα έγιναν στάχτη. Κόπος που εξαφανίστηκε σε μία νύχτα.
Επιστρέφοντας από τον Αβαντα στην πόλη κάναμε μια στάση στη μονάδα παραγωγής του ταχινιού Αλεξανδρουπόλεως, με δύο νέα αδέλφια, την Αγγελική και τον Δήμο Παπαράδη, να έχουν αναβιώσει μια τοπική ποικιλία σουσαμιού που πήγε να χαθεί, όπως ακριβώς και το αλεύρι Ζέας. «Το ταχίνι ήταν βασικό στη διατροφή των Θρακιωτών. Βρήκαμε τους σπόρους της τοπικής ποικιλίας σε κάποια Πομακοχώρια και ξεκινήσαμε να το παράγουμε με τον παραδοσιακό εβρίτικο τρόπο, με πρώτη συγκομιδή πέρυσι τον Σεπτέμβριο, λέει η Αγγελική, η οποία είναι και ιδρυτικό μέλος στο δίκτυο των Μικρών Ελλήνων Παραγωγών.
Η επιχείρηση ξεκίνησε από τον πατέρα τους στις αρχές της δεκαετίας του 1990 με υδροπονική παραγωγή σικορέ, ενώ πιο πριν είχε ανοίξει πτηνοτροφική μονάδα. Σταδιακά ανοίχτηκε στη μαζική εστίαση από το 2001. «Την ώρα που η αγροτική παραγωγή παρέπαιε, ήρθε η φωτιά και την αποτέλειωσε.
«Το επιχειρείν στη Θράκη είναι δύσκολο για μια σειρά λόγων, παρότι βρισκόμαστε στα σύνορα και είναι εθνικής σημασίας υπόθεση να είμαστε δυνατοί στο πεδίο αυτό», συνεχίζει. «Και αντέχουμε διότι έχουμε οικονομικό πατριωτισμό, αλλά τα εμπόδια είναι τεράστια: είμαστε μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, οι μεταφορές είναι δαπανηρότατες, οι νέοι άνθρωποι θέλουν να φύγουν ή να πάνε στη σιγουριά μιας κρατικοδίαιτης θέσης», λέει, σημειώνοντας ότι πρόσφατα έχασαν έναν καλό πωλητή που αποφάσισε να κάνει τα χαρτιά του για εποχικός δασοπυροσβέστης, με βλέψεις να γίνει μόνιμος. Το τελευταίο –η επαγγελματική αποκατάσταση των νέων– είναι ίσως το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο. Ακόμη και πριν από την πυρκαγιά γύριζαν την πλάτη στην κτηνοτροφία και τη γεωργία και αναζητούσαν θέσεις συνοριοφυλάκων ή γίνονταν δημόσιοι υπάλληλοι. Λογικό ήταν από τον βόρειο Εβρο έως την Αλεξανδρούπολη τα χωριά να έχουν ερημώσει σε βαθμό αδιανόητο. Ο νυν πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου της πόλης, Βασίλης Κασαπίδης, που κατάγεται από τους Πετράδες Διδυμοτείχου, μιλάει για έναν ορατό κίνδυνο: «Η κατάσταση αναπτύσσεται υδροκέφαλα. Oμως είναι θέμα εθνικής σημασίας να μείνουν ζωντανά τα χωριά».
Η πόλη έχει δυναμώσει πολύ τουριστικά. Παρότι διαθέτει τα πάντα από πλευράς υποδομών, από πλευράς πολιτικού σχεδιασμού είμαστε παρατημένοι στη μοίρα μας. Εξηγούμαι: έχουμε μεν αεροδρόμιο, αλλά με πτήσεις μόνο για Αθήνα και Κρήτη και όχι άλλους προορισμούς. Εχουμε λιμάνι με πλοία που πάνε μόνο Σαμοθράκη, άντε και Λήμνο, έχουμε την οδική σύνδεση με τα σύνορα, αλλά για να μπουν οι επισκέπτες στην Ελλάδα περνούν οδύσσεια.
Μέρος της δυσαρέσκειας των κατοίκων έχει να κάνει με την εκτίναξη των ενοικίων λόγω δύο παραγόντων, αφενός της έκρηξης του Airbnb και αφετέρου διότι δημιουργήθηκε μια υπεραισιοδοξία από την αμερικανική «παρουσία» στο λιμάνι, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν αυτή που θα περίμενε οικονομικά η πόλη.
Αυτό που συρρικνώνεται είναι ο αλιευτικός στόλος εξαιτίας της πολιτικής από την Ε.Ε. Το χειρότερο είναι ότι οι δικοί μας ψαράδες υπόκεινται στους κανονισμούς και τους περιορισμούς, αλλά οι Τούρκοι που ψαρεύουν στα 7-8 μίλια από την πόλη μας όχι.
Η Κύπρια Βαλεντίνα Σωκράτους εργάζεται στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, την κιβωτό μνήμης του νομού Εβρου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Η σκληρή ζωή στον «μαχαλά» και οι δύο «ταυτότητες»
Η έλλειψη φροντίδας παρ’ όλα αυτά φέρνει νέους ενοίκους, κυρίως Ρομά από Βουλγαρία και Ρουμανία που συχνά έχουν παράνομες δραστηριότητες. Γιατί μένει έτσι αυτή η κατάσταση; Οι Αρχές –τοπικές και υπουργικές– σηκώνουν, κακώς, τα χέρια ψηλά, αλλά η αλήθεια είναι ότι και οι κάτοικοι του «μαχαλά» (όπως και σε όλους τους αντίστοιχους συνοικισμούς της Θράκης) έχουν αναπτύξει σχέσεις συναλλαγής με κάθε είδους εξουσία: ψήφοι εξαγοράζονται, επιδόματα τάζονται, το γκέτο καλά κρατεί.
Φάγαμε καταπληκτικά στην ωραία οικογενειακή ταβέρνα του Πομάκου, που λέγεται «Αλμύρα» και βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα έξω από την πόλη: «Η Θράκη είναι μια πολυπολιτισμική περιοχή. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης, εγώ έγινα δάσκαλος, ο γιος μου τελείωσε μειονοτικό δημοτικό, πήγε σε γενικό γυμνάσιο και λύκειο, έγινε γιατρός και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Ο Σύνδεσμος Κυριών και Δεσποινίδων της πόλης. Από αριστερά, η Νατάσα Παρασκευοπούλου, η Λένα Σαμαρά και η Μαίρη Δημοπούλου. Πίσω, η Μαρία Ανέστογλου και η Φοίβη Μιχαηλίδου με την Ελένη Γκαϊντατζοπούλου. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Πριν φύγουμε ζητήσαμε από την Κύπρια Βαλεντίνα Σωκράτους που εργάζεται στο Εθνολογικό Μουσείο Θράκης να μας συνοψίσει τι είναι η Αλεξανδρούπολη: «Ηρθα να σπουδάσω παιδαγωγικά πριν από 20 χρόνια κατευθείαν από την Κύπρο και τελικά έμεινα. Οταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο ΕΜΘ ως εθελόντρια το 2007, άρχισα να βρίσκω πολλά κοινά ανάμεσα στη Θράκη και τη γενέτειρά μου.
Οφείλουμε να καταλαβαίνουμε το γιατί του άλλου, το φίλτρο του. Οταν, λ.χ., έβλεπαν τα αυτοκίνητα των διακινητών να μπαίνουν ανάποδα στην Εγνατία, όπου σκοτώθηκαν και δύο Εβρίτες, γιατί να μην έχουν αυτές τις φοβίες; Οταν ξαφνικά τα σύνορα πλημμύρισαν με ανθρώπους που ήθελαν να μπουν μαζικά μέσα στην Ελλάδα, γιατί να μη νιώθουν ανασφάλεια; Το μουσείο μας κάνει σπουδαία δουλειά. Διότι θυμίζει στους Θρακιώτες μέσα από τις δράσεις του τις μνήμες της ίδιας τους της προσφυγιάς».
https://thracenews.gr/odoiporiko-sti-lavomeni-gi-tou-evrou/

Η καλύτερη ώρα της ημέρας για την τέλεια σκιά













































